- κυανός
- -ή -ό και κυανούς, -ή, -ούν (AM κυανοῡς, -ή, -οῡν και κυάνεος, -έα, -ον)νεοελλ.1. αυτός που έχει το χρώμα τού ουρανού, ουρανής, θαλασσής, γαλάζιος2. το ουδ. ως ουσ. το κυανό ή κυανούνα) το χρώμα τού ουρανού, γαλάζιοβ) χρωστική ουσία με βαθυγάλανο χρώμα (α. «πρωσικό κυανό» β. «κυανό τού κοβαλτίου» γ. «κυανό τού μεθυλενίου»)μσν.-αρχ.αυτός που έχει το βαθύ χρώμα τού ουρανού, βαθυγάλαζος, μπλε σκούρος («διαφέρει δέ φώκαινα δελφῑνος... καὶ τὸ χρῶμα ἔχει κυανοῡν», Αριστοτ.)αρχ.1. κατασκευασμένος από κύανο2. μαύρος («ὣς ἄρα φωνήσασα κάλυμμ' ἕλε δῑα θεάων κυάνεον», Ομ. Ιλ.)3. σκοτεινός, σκούρος («νεφέλη δέ μιν ἀμφεκάλυψεν κυανέη», Ομ. Ιλ.)4. μτφ. φοβερός, τρομερός («λόχμας ὑπὸ κυανέας τίκτε θεόφρονα κοῡρον», Πίνδ.)5. φρ. «κυάνεαι φάλαγγες» — πυκνά πλήθη στρατού.[ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + επίθημα -εος (πρβλ. πορφύρ-εος, χρύσ-εος). Ο τ. κυανοῦς < κυάνεος με συναίρεση].
Dictionary of Greek. 2013.